- εξάγω
- εξάχτηκα, εξαγμένος1. φέρω κάτι έξω, κάνω κάτι να βγει, βγάζω.2. (για προϊόντα και εμπορεύματα), κάνω εξαγωγή, διαθέτω για κατανάλωση σε αγορές του εξωτερικού.3. μτφ., βγάζω κάποιον από κάποια κατάσταση, τον απαλλάσσω: Δε μας εξάγει από την πλάνη.4. μτφ., σχηματίζω εντύπωση, καταλήγω σε συμπέρασμα, συμπεραίνω: Από αυτό εξάγω ότι είναι αγράμματος.5. το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ., εξαγόμενο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.